μετασχηματίζομαι

μετασχηματίζομαι
μετασχηματίζομαι, μετασχηματίστηκα, μετασχηματισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μετασχηματίζω — (ΑΜ μετασχηματίζω) 1. μεταβάλλω το σχήμα ή τη μορφή είτε εξωτερικώς είτε εσωτερικώς («μετασχηματίζων τὰ πάντα», Πλάτ.) 2. (το μέσ.) μετασχηματίζομαι μεταμφιέζομαι μσν. 1. παραποιώ, διαστρεβλώνω ή αλλοιώνω ένα γεγονός 2. (το μέσ.) α) αλλάζω… …   Dictionary of Greek

  • ԿԵՐՊԱՐԱՆԱՓՈԽ — ( ) NBH 1 1092 Chronological Sequence: Early classical, 12c ԿԵՐՊԱՐԱՆԱՓՈԽ ԼԻՆԵԼ. μετασχηματίζομαι transfiguror. Փոխել զկերպարանս. փոխիլ յառաջին կերպարանաց. ... *Աշխարհս ամենայն կերպարանափոխ լինելոց է. Ոսկ. մ. ՟Ա. 16: *Յորժամ բռնութիւն հողմոցն ʼի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”